- εὐθύτριχος
- εὐθῠ-τρῐχος, ον,A = εὐθύθριξ, Arist.HA629b35, Polem.Phgn.57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθύτριχος — εὐθύτριχος, ον (Α) βλ. ευθύθριξ … Dictionary of Greek
εὐθύτριχον — εὐθύτριχος masc/fem acc sg εὐθύτριχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύτριχα — εὐθύτριχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek